«Ο Ιησούς Χριστός είναι ο αυτός, χθές, σήμερον και εις τους αιώνες.» Προς Εβραίους ιγ΄ 8

 

Μέσα σε ένα κόσμο που όλα αλλοιώνονται, που όλα αλλάζουν, που όλα διαφθείρονται, υπάρχει κάποιος που παραμένει σταθερός, αμετακίνητος, απαράλλαχτος. Είναι ο Βράχος των αιώνων, ο Ιησούς Χριστός.

Αυτό το μήνα θα μας δώσει τη μαρτυρία του ο αδελφός μας Βαλάντης Αναστασόπουλος από την εκκλησία της Πάτρας.

 

Αδελφέ Βαλάντη έγινες νομίζω και διάκονος πρόσφατα;

Ναι, χειροτονήθηκα διάκονος τον Δεκέμβριο.

Ο Κύριος να σου δίνει δύναμη. Η καταγωγή σου είναι από τη Πάτρα αδελφέ μου;

Όχι, είμαι Καλαματιανός, κατάγομαι από ένα χωριό της Μεσσηνίας. Εκεί μεγάλωσα και εκεί γνώρισα τον Κύριο. Ευχαριστώ τον Θεό γιατί μεγάλωσα μέσα σε μια χριστιανική οικογένεια -ο πατέρας μου ήταν ιερέας στην Ορθόδοξη εκκλησία- και έτσι από πολύ μικρός είχα διδαχτεί τον σεβασμό για τον Θεό. Μου είχε εμπνεύσει ο πατέρας μου την ευσέβεια και την ευλάβεια και θυμάμαι ότι πάντα με είχε μαζί του. Στις εκκλησίες που πήγαινε, στις θείες λειτουργίες που τελούσε και σαν παιδί τον βοηθούσα κρατώντας τα κεριά, ανάβοντας τα καντήλια και όλα τα σχετικά. Μεγαλώνοντας πέρασα και από το ψαλτήρι, γιατί στα χωριά που λειτουργούσε ο πατέρας μου δεν υπήρχε μεγάλο εκκλησίασμα, οπότε τον βοηθούσα και ψέλνοντας. Τα έκανα με αγάπη όλα αυτά και θυμάμαι όταν ερχόταν το Πάσχα, πάντα ένοιωθα κάτι ιδιαίτερο στη καρδιά μου. Αισθανόμουν μια μεγάλη συγκίνηση αλλά και μια στενοχώρια για όσα πέρασε ο Χριστός. Χωρίς όμως να έχω επίγνωση ότι ο Κύριος έπαθε και σταυρώθηκε για μένα προσωπικά.

Θα σε διακόψω λίγο για να σε ρωτήσω κάτι σημαντικό. Σίγουρα θα είχες μάθει όλες τις λειτουργίες απ’ έξω και όλα τα τροπάρια. Την Καινή Διαθήκη όμως την είχες διαβάσει ποτέ; Γιατί πιστεύω ότι εκεί βρίσκεται το κλειδί για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Δυστυχώς ποτέ δεν είχα διαβάσει την Καινή Διαθήκη. Μόνο άκουγα αποσπάσματα από τα ευαγγέλια, όπως τα έψελνε ο πατέρας μου στις λειτουργίες. Και εκεί όμως, πάντα πριν από το ευαγγελικό απόσπασμα υπήρχε η φράση: “Τω καιρώ εκείνω.” Οπότε είχε περάσει μέσα μου ότι όλα αυτά που ανέφερε ο Λόγος του Θεού αφορούσαν εκείνο τον καιρό, εκείνα τα χρόνια και όχι το “σήμερα”. Να πω και μια εμπειρία που είχα μικρός με τον Θεό. Γιατί πιστεύω ότι μας είχε προγνωρίσει ο Κύριος και μας είχε προφυλάξει, μέχρι να έρθει η στιγμή που θα Τον δεχτούμε μέσα στη ζωή μας. Το 2004 όπως είχαμε πάει με τους θείους μου και δουλεύαμε στα κτήματα, εγώ κάποια στιγμή κάθισα κάτω από μια βελανιδιά. Με φώναξε όμως ο θείος μου για να τον βοηθήσω, πήγαμε με το αυτοκίνητο λίγο πιο μακριά και όταν γυρίσαμε, η βελανιδιά είχε πέσει πάνω στη πέτρα που καθόμουνα πριν. Μιλάμε για ένα τεράστιο δέντρο που χρειαζόντουσαν τρείς άντρες για να το αγκαλιάσουν. Και είχε σκιστεί ο κορμός και είχε πέσει χωρίς καμιά αιτία. Μετέπειτα, όταν γνώρισα τον Κύριο, κατάλαβα ότι Εκείνος με φύλαξε τότε. Όπως έκανε και σε άλλες περιπτώσεις, αλλά αυτή ήταν η πιο χαρακτηριστική. Μεγαλώνοντας και μπαίνοντας στην εφηβεία έπαψα να είμαι το συνεσταλμένο και αθώο παιδί που ήμουνα πριν και άρχισα να σκληραίνω σαν άνθρωπος. Και όχι μόνο απέναντι στον κόσμο αλλά και απέναντι στην οικογένεια μου.

Έχεις και άλλα αδέλφια;

Έχω άλλα τέσσερα αδέλφια και είμαι ο μεγαλύτερος. Και γινόμουν πολλές φορές κακό παράδειγμα και για τα αδέλφια μου, ερχόμενος συνεχώς σε προστριβές με τους γονείς μου. Την ίδια εποχή είχα σοβαρά κενά μέσα μου και έλεγα: “Γιατί να δουλέψω, γιατί να κάνω οικογένεια, αφού κάποια στιγμή θα πεθάνω και θα τελειώσουν όλα;” Δεν είχα ελπίδα, δεν είχα όραμα μπροστά μου και αυτή ήταν η αιτία που πολλές φορές ερχόμουνα σε σύγκρουση με τους δικούς μου. Ήθελα να περνάει πάντα το δικό μου, είχα μεγάλο εγωισμό και μια μέρα συζητώντας με τον πατέρα μου, έφθασα στο σημείο να γυρίσω και να του πω: “σε μισώ θανάσιμα”. Εκείνη τη στιγμή ένοιωσα πολύ άσχημα και απόρησα κι εγώ ο ίδιος με τον εαυτό μου, που φερόμουν έτσι στους ανθρώπους που με αγαπούσανε και τους αγαπούσα. Πιστεύω ότι είναι αυτό που λέει ο Λόγος του Θεού στην επιστολή προς Ρωμαίους: «Ενώ θέλω να κάνω το καλό, υπάρχει μέσα μου το κακό.» Βγήκα αμέσως έξω στο μπαλκόνι, κοίταξα ψηλά προς τον ουρανό και έκραξα με όλη μου την καρδιά, με όλη μου την ψυχή προς τον Θεό. Και είπα: “Θεέ μου, αν υπάρχεις, θέλω να έρθεις και να με αλλάξεις. Δεν θέλω να συνεχίσω να είμαι αυτός που είμαι.”

Σε τι ηλικία ήσουν;

Γύρω στα 19 μου χρόνια. Είμαι πεπεισμένος ότι αυτή η προσευχή που έκανα εισακούστηκε στον ουρανό, γιατί στη συνέχεια ξεκίνησε να εκτυλίσσεται ένα θαυμάσιο σχέδιο μέσα στη ζωή μου. Λίγες μέρες αργότερα, όπως καθόταν ο πατέρας μου με τον αδελφό μου στη κουζίνα, του λέει: “άνοιξε να ακούσουμε κάτι στο ράδιο.” Έβαλε ο αδελφός μου ένα σταθμό με τραγούδια, του λέει ο πατέρας μου: “άλλαξε το.” Έβαλε άλλο σταθμό, μετά άλλο, μετά άλλο, μέχρι που έπεσε στη συχνότητα του ραδιοφωνικού σταθμού “Χριστιανισμός” όπου εκείνη την ώρα κάποιοι αδελφοί μιλούσαν μέσα από τον Λόγο του Θεού.

Του άρεσε πάρα πολύ του πατέρα μου και από τότε ξεκίνησε να βάζει συνέχεια αυτόν τον σταθμό. Γιατί πάντα είχε στη καρδιά του ότι πρέπει να επιστρέψουμε στη πρώτη Αποστολική Εκκλησία. Και όλα αυτά που άκουγε μέσα από τον σταθμό παραπέμπανε στην πρώτη Αποστολική Εκκλησία. Με προέτρεπε κι εμένα να ακούω και μου έλεγε: “αυτοί οι άνθρωποι μιλάνε διαφορετικά, εξηγούν με απλότητα την Αγία Γραφή.” Να πω σε αυτό το σημείο, ότι δεν ξέραμε τότε ότι ο ραδιοφωνικός σταθμός ανήκε σε άλλη εκκλησία. Ότι ανήκε στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής. Εγώ αντιδραστικός όπως πάντα, του έλεγα: “τα ξέρω αυτά”, αλλά όσες φορές έμπαινα μαζί του στο αυτοκίνητο -θέλοντας και μη- άκουγα το σταθμό. Και εκεί άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα λόγια του Θεού άγγιζαν κι εμένα. Έφερναν μέσα μου ειρήνη, έφερναν ευλογία. Όλα αυτά πρέπει να έγιναν τον Φλεβάρη του 2006. Τον Σεπτέμβριο έφυγα για την Καλαμάτα, για να πιάσω δουλειά και να νοικιάσω σπίτι μόνος μου. Εκεί έμπλεξα με παρέες, ότι λεφτά έβγαζα τα σπαταλούσα τα βράδια, αλλά το κενό υπήρχε πάντα μέσα μου και με βασάνιζε. Δεν γέμιζε με τίποτε. Ώσπου κάποια μέρα, ψάχνοντας θέση για να παρκάρω, πέφτει το βλέμμα μου σε μια ταμπέλα έξω από μια αίθουσα, που έγραφε: “Αδελφότης Μαθητών Ιησού Χριστού.” Εκεί έμεινα έκπληκτος με αυτό που διάβασα και σκεφτόμουν απορημένος: “είναι δυνατόν στην εποχή μας να υπάρχουν μαθητές του Ιησού Χριστού;” Εγώ ήξερα ότι μαθητές είχε ο Χριστός στα χρόνια που ζούσε επάνω στη γη.

Τω καιρώ εκείνω.

Ακριβώς, “τω καιρώ εκείνω.” Και έκανα μια προσευχή τότε, μέσα στο αυτοκίνητο και είπα: “Θεέ μου, εγώ θα μπω μέσα σε αυτή την αίθουσα. Αν Εσύ είσαι εκεί, κάνε με να μείνω. Αλλιώς, όπως θα μπω, κάνε αμέσως να φύγω.” Πράγματι, άνοιξα τη πόρτα, μπήκα μέσα και βρέθηκα σε ένα περιβάλλον τελείως διαφορετικό από αυτό που είχα μάθει ως τότε. Χωρίς εικόνες, χωρίς κεριά, χωρίς καντήλια. Αλλά είδα μια ειλικρινή αγάπη στα πρόσωπα των αδελφών, μια αγαθότητα, μια καλοσύνη και αμέσως κατάλαβα ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν κάτι διαφορετικό. Ευχαριστώ τον Θεό γιατί το έκανε όπως το ζήτησα και έμεινα στην εκκλησία (την Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής). Γνωρίστηκα με κάποιους νέους εκεί, ξεκινήσαμε να κάνουμε παρέα και μετά από δύο εβδομάδες, μου πρότειναν να πάμε σε ένα Παμπελοποννησιακό συνέδριο που θα γινόταν στη Τρίπολη. Και όπου θα ήταν μαζεμένοι νέοι χριστιανοί από όλη την Πελοπόννησο. Πράγματι πήγα σε εκείνο το συνέδριο και εκεί με άγγιξε ο Κύριος. Ξαφνικά ένοιωσα ότι είμαι πολύ αμαρτωλός, πολύ βρώμικος -ενώ όλοι οι αδελφοί γύρω μου είναι άγιοι- και ότι είμαι ξένος μέσα σε εκείνο το χώρο. Αισθανόμουν έντονα την παρουσία του Κυρίου, καταλάβαινα ότι όλοι αυτοί οι νέοι ήταν το στράτευμα Του το μέγα και ότι εγώ εκεί δεν είχα καμία θέση. Έκλαιγα με λυγμούς, ήθελα να φύγω, αλλά με πρόλαβαν στην έξοδο τα αδέλφια. Μου εξήγησαν ότι είναι μια επίσκεψη του Κυρίου και ευχαριστώ τον Θεό γιατί εκείνη τη μέρα με αναγέννησε.

Και σου έδωσε κι εσένα μια θέση μέσα στο στράτευμα Του.

Ναι, με πρόσθεσε κι εμένα μέσα στην εκκλησία Του. Και βαπτίστηκα στο νερό στις 31 Δεκεμβρίου του 2006. Την τελευταία μέρα εκείνου του χρόνου.

Δεν είχες κάποια δυσκολία από τη στιγμή που τα είχες μάθει αλλιώς;

Όχι, ότι μου έδειχναν τα αδέλφια μέσα από τον Λόγο του Θεού και το έβλεπα κι εγώ ότι είναι έτσι γραμμένο, έλεγα: “ναι και αμήν” και το δεχόμουνα. Κατάλαβα πολύ καλά πως το βάπτισμα εν ύδατι είναι η ομολογία πως ο Χριστός συγχώρεσε τις αμαρτίες μου (αφού πρώτα εγώ ο ίδιος πίστεψα στη θυσία Του) και θάβοντας τον παλαιό άνθρωπο δια του βαπτίσματος θα προχωρήσω σε μια νέα πνευματική ζωή. Μετά μου έλεγαν τα αδέλφια ότι πρέπει να λάβω τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Το δέχτηκα και αυτό -από τη στιγμή που το είδα μέσα στη Καινή Διαθήκη- και ξεκινήσαμε συμπροσευχές μαζί και με κάποιους άλλους νέους αδελφούς που είχαν πιστέψει τότε κι εκείνοι. Ευχαριστώ τον Θεό, βαπτίστηκαν με Πνεύμα Άγιο τα αδέλφια, βαπτίστηκα κι εγώ, αλλά με πολύ ήρεμο τρόπο. Στην ώρα της προσευχής, απλά είπα κάποιες ξένες λέξεις. Μετά όμως, άρχισαν κι έμπαιναν διαλογισμοί στη καρδιά μου. Ότι: “δεν έχω λάβει τίποτε, ότι τις ξένες λέξεις τις είπα μόνος μου...” και αυτές οι σκέψεις με βασάνιζαν για κάποιες μέρες. Εκείνη τη περίοδο δούλευα σαν βοηθός υδραυλικού. Και ξεκινήσαμε ένα πρωί με το φορτηγάκι να πάμε για μια δουλειά στη Μάνη. Όπως πηγαίναμε λοιπόν, ένοιωθα το Πνεύμα το Άγιο να προσεύχεται μέσα μου με μεγάλη δύναμη και θέρμη και έκανα έντονη προσπάθεια για να το συγκρατήσω και να μην αρχίσω να μιλάω ξένες γλώσσες. Τελειώσαμε την εργασία μας και όπως μάζευα τα εργαλεία βρήκα πεταμένο ένα κουβαδάκι. Και σκέφτηκα να το πάρω κι αυτό μαζί, μήπως και μας φανεί χρήσιμο. Επιστρέφοντας στη Καλαμάτα καταλαβαίνουμε κάποια στιγμή ότι το φορτηγάκι, στη καρότσα, έχει πιάσει φωτιά. Προσπαθήσαμε να τη σβήσουμε αλλά είχαμε πίσω εύφλεκτα υλικά και η φωτιά όλο και δυνάμωνε. Τότε βλέπω ότι το αυτοκίνητο έχει σταματήσει δίπλα σε μια μεγάλη λακούβα με νερό. Και αρχίσαμε με αυτό το κουβαδάκι να πετάμε νερό στη φωτιά ώσπου τελικά τη σβήσαμε. Μόλις ηρέμησα λίγο, μου θύμισε ο Κύριος όλα τα γεγονότα που είχαν γίνει από το πρωί. Θυμήθηκα τις γλώσσες που μιλούσα από μέσα μου, μετά το κουβαδάκι που συμπτωματικά είχαμε μαζί μας, τη λακούβα με το νερό που σταματήσαμε δίπλα της και τότε αντιλήφθηκα το πως ενέργησε ο Θεός. Και κατάλαβα ότι το Πνεύμα το Άγιο προσευχότανε για το ατύχημα που θα γινότανε, γιατί όπως λέει ο Λόγος του Θεού: «επειδή το τι να προσευχηθούμε ως πρέπει δεν εξεύρομεν αλλά αυτό το Πνεύμα ικετεύει υπέρ ημών δια στεναγμών αλαλήτων.» (Πρός Ρωμαίους η΄ 26) Εκεί βεβαιώθηκα ότι ο Κύριος είχε δώσει και σε μένα την δωρεά Του.

Εδώ να πούμε κάτι και σε σχέση με την απορία που είχες με τη ταμπέλα: “Αδελφότης Μαθητών Ιησού Χριστού.” Ο πραγματικός χριστιανός είναι ένας μαθητής που συνεχώς μαθητεύει. Και όχι μόνο διαβάζοντας τον Λόγο του Θεού αλλά και ζώντας αυτά που διαβάζει.

Αμήν. Και αν δεν ζήσεις κάτι στη πράξη δύσκολα μπορείς να το μάθεις. Συνέχισα λοιπόν να μαθητεύω στο Λόγο του Θεού, έμεινα στην εκκλησία Του και το 2010 μου χάρισε ο Κύριος για σύζυγο μια θυγατέρα δικιά Του. Την αδελφή Ελπίδα από την εκκλησία της Πάτρας. Και το 2011 ήρθαμε να μείνουμε στη Πάτρα. Ευχαριστώ τον Θεό γιατί με κατοίκισε κι εμένα σε οικογένεια και μας χάρισε και δύο κοριτσάκια, το ένα οχτώ χρονών σήμερα και το άλλο δύο. Με τη χάρη του Θεού υπηρετούμε εδώ την εκκλησία και τώρα πια η ζωή μου έχει όραμα, έχει στόχο. Ξέρω πλέον ότι ο Κύριος δεν είναι μόνο ο βασανισμένος Χριστός που νόμιζα κάποτε, ο σταυρωμένος Χριστός, αλλά είναι και ο ένδοξος, αναστημένος Χριστός. Και έχω αιώνια ελπίδα στη καρδιά μου ότι μια μέρα θα Τον συναντήσω.

Αυτό ήθελα να πούμε στο τέλος. Μεγάλωσες μέσα στα πράγματα της επικρατούσας θρησκείας αλλά ο Χριστός δεν είναι θρησκεία, είναι η Αλήθεια.

Αυτό το πρόσωπο που πιστεύουμε οι περισσότεροι στην Ελλάδα, ο Ιησούς Χριστός, πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι ζωντανός και αληθινός. Δεν είναι ένας απόμακρος Θεός, δεν είναι ο Θεός του “καιρού εκείνου”. Η ευχή μας και η προσευχή μας, είναι όλοι οι συμπατριώτες μας να γνωρίσουν προσωπικά τον Χριστό και να καταλάβουν ότι είναι ο Θεός του “σήμερα”. Τον έχουμε μεγάλη ανάγκη μέσα στη ζωή μας και μέσα στις θλίψεις μας μπορούμε να ακουμπήσουμε τα βάρη μας επάνω Του και να βρούμε ειρήνη μέσα στη καρδιά μας.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Χριστιανισμός" Σεπτεμβρίου 2019