Έτσι είπε ο απόστολος Παύλος στο φύλακα των φυλακών των Φιλίππων, όταν έκθαμβος πείσθηκε ότι ο Θεός είναι αληθινός και Παντοδύναμος και ρώτησε: «Κύριοι, τι πρέπει να κάμω για να σωθώ;» «Πίστευσον εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και θέλεις σωθή, συ και ο οίκος σου», Πράξεις ις:31.
Ο φύλακας των Φιλίππων, πίστεψε αληθινά στον Ιησού Χριστό. Το είπε και στην οικογένειά του και προχώρησε χωρίς δισταγμό. Βαπτίσθηκε στο νερό, στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αυτός και η όλη η οικογένειά του. Πήρε τον απόστολο Παύλο και τον Σίλα στο σπίτι του, τους περιποιήθηκε τις πληγές από το ξύλο που είχαν φάει, τους έκανε το τραπέζι και «ευφράνθη πανοικί, πιστεύσας εις τον Θεόν», Πράξεις ις:34. Έτσι ξεκίνησε και η εκκλησία των Φιλίππων στη οποία ο Παύλος γράφει και την ωραία επιστολή που διαβάζουμε μέσα στην Καινή Διαθήκη.
Όταν κάποιος λέει ότι πιστεύει, πρέπει να μάθει πρώτα τι γράφει το Ευαγγέλιο και μετά θα αποφασίσει αν το πιστεύει ή δεν το πιστεύει αυτό που διάβασε. Αν το πιστεύει, πρέπει να προχωρήσει στη ζωή του Ευαγγελίου, όπως οι τρεις χιλιάδες ψυχές που πίστεψαν την ημέρα της Πεντηκοστής με το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου. Τι έκαναν αυτές οι ψυχές που πίστεψαν, μετανόησαν και βαπτίστηκαν στο νερό. Και «Ενέμενον εν τη διδαχή των αποστόλων και εν τη κοινωνία και εν τη κλάσει του άρτου και εν ταις προσευχαίς», Πράξεις β:42.
Σήμερα όλοι λέγονται χριστιανοί και όλοι επιμένουν να το γράφουν και στην ταυτότητά τους. Είναι όμως χριστιανοί; Οπωσδήποτε όχι. Δεν έχουν καμία σχέση με την εκκλησία του Χριστού και με τη ζωή του Ευαγγελίου. Δεν τους ενδιαφέρει τι γράφει το Ευαγγέλιο, ούτε ζητάνε να το μάθουν. Στην εκκλησία πάνε πότε πότε, όταν έχουν ευκαιρία και όταν είναι υποχρεωμένοι, σε κανένα γάμο, κάποια κηδεία ή κάποια γιορτή. ΄Οποια θεωρία ακούνε, τη δέχονται ή τη συζητούν με τα δικά τους μέτρα, χωρίς να λαβαίνουν υπόψη τι γράφει το Ευαγγέλιο του Χριστού.
Πολλές φορές διεκδικούν: «Κι εμείς εκκλησία είμαστε». Ίσως γιατί βρέθηκε κάποια νονά και τους βάπτισε και τους έδωσε και όνομα, αλλιώς ακόμη θα ήσαν ανώνυμοι. Κι έτσι γίνανε χριστιανοί, όσο ήταν μικρά παιδιά και μαντρωμένα. Όταν όμως πιάσανε την εφηβική ηλικία επαναστατήσανε. Άρχισαν να καπνίζουν, να πίνουν, να βλαστημάνε, να ξενυχτάνε και ας μη πούμε και τα χειρότερα. Έτσι το «χριστεπώνυμο πλήρωμα» άγεται και φέρεται με πάντα άνεμο διδασκαλίας και ζούμε όλοι σε μια βαβυλώνα με πλήρη σύγχυση.
Μερικοί είναι «παρά λίγο χριστιανοί», όπως είπε και ο Αγρίππας στον απόστολο Παύλο: «Παρ΄ολίγο και με πείθεις να γίνω χριστιανός». Ποτέ όμως ο Αγρίππας δεν έγινε χριστιανός, διότι τον κρατούσαν συμφέροντα κοσμικά, εξουσίες και τιμές του κόσμου τούτου. Ο απόστολος Παύλος όμως όταν τον κάλεσε ο Κύριος, έγινε ένας πραγματικός χριστιανός, διότι γνώρισε τον Χριστό πραγματικά.
«Ήμουν», γράφει στους Φιλιππησίους, «περιτετμημένος την ογδόην ημέρα, εκ γένους Ισραήλ, εκ φυλή Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον Φαρισαίος, κατά ζήλον διώκτης της εκκλησίας, κατά τη δικαιοσύνην την δια του νόμου διατελέσας άμεμπτος». «Πλην εκείνα τα οποία ήσαν εις εμέ κέρδη, ταύτα ενόμισα ζημίαν δια τον Χριστόν», Φιλιππησίους γ:5-7
Ο χριστιανός δε γεννιέται ούτε γίνεται με μια ληξιαρχική πράξη. Ο χριστιανός γίνεται αυτοβούλως και αβιάστως, αφού το θελήσει ο ίδιος, αφού πιστεύσει σε όσα γράφει ο Κύριος Ιησούς στο Ευαγγέλιό Του και απαρνηθεί τον εαυτό του προς χάρη του Χριστού. Στον κόσμο ο χριστιανός δε βρίσκει καμία τιμή και κανένα έπαινο. Μάλιστα μπορώ να πω ότι θεωρείται άνθρωπος τίμιος και καλός μεν, αλλά όχι έξυπνος και κοινωνικός. Ο χριστιανός ζει με το Χριστό και για το Χριστό. Ο Κύριος μάς είπε: «Θέλετε είσθαι μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά μου».
Μπορεί να σε πουν αιρετικό, όπως είπαν τον απόστολο Παύλο ή ακόμα και πλάνο, όπως είπαν τον ίδιο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, αλλά αυτό γίνεται για δοκιμασία της πίστεώς σου, διότι κανένας δεν θα πάει αδοκίμαστος στον ουρανό.
+ του Λεωνίδα Φέγγου